-
1 μινυρίζω
μινυρίζω, mit leiser Stimme klagen, winseln, wimmern;Il. 5, 889 Od. 4, 719; μινυρίζοντες μέλη, Ar. Vesp. 919; Av. 1414; auch in Prosa, Plat. Rep. III, 411 a; Plut. Num. 4 u. a. Sp. geradezu für singen, mit dem Nebenbegriff des Schwachen, Schlechten. Bei Arist. H. A. 9, 32 neben βοᾶν von einem Adler.
-
2 μινυριζω
(только praes., impf. и aor.)1) скулить, ныть(μήτι μοι μινύριζε Hom.)
2) печально напевать, жалобно стонать(μινυρίζοντες μέλη Arph.)
(βοᾶν καὴ μ. Arst.)
См. также в других словарях:
μελισιδωνοφρυνιχήρατα — και δ. γρφ. αρχαιομελισιδωνοφρυνιχήρατα, τὰ (Α) (κωμική λέξη τού Αριστοφ.) σιδωνικά τραγούδια τού Φρυνίχου, τα οποία ήταν γλυκά σαν το μέλι («λύχνους ἔχοντες καὶ μινυρίζοντες μέλη ἀρχαὶα μελισιδωνοφρυνιχήρατα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ., πιθ … Dictionary of Greek